ἀμετάθετος

ἀμετάθετος
ἀμετάθετος, ον
unalterable, unchangeable (μετατίθημι ‘change’; since the Stoics Zeno and Chrysippus, also Polyb. 2, 32, 5; 30, 19, 2 al.; Diod S 1, 23, 8 et al.; OGI 331, 58 [II B.C.]; 335, 73 [II/I B.C.]; POxy 75, 15; 482, 35; 636, 12 [of a will]; 3 Macc 5:1, 12; TestAbr A 13 p. 92, 13 [Stone p. 32]; Jos., C. Ap. 2, 189; Just., D. 120, 5) πράγματα ἀ. Hb 6:18.—The neut. as subst. τὸ ἀ. τῆς βουλῆς αὐτοῦ the unchangeableness of his purpose Hb 6:17 (cp. PGM 4, 527f κατὰ δόγμα θεοῦ ἀμετάθετον).
impossible MPol 11:1 (in wordplay w. μετάνοια, i.e. ‘a change of mind from better to worse is not a change that is an option for us’).—DELG s.v. τίθημι. M-M.

Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία. 2015.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ἀμετάθετος — unalterable masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αμετάθετος — η, ο επίρρ. α 1. αυτός που δε μετακινείται, αμετατόπιστος: Ο πίνακας αυτός χρόνια τώρα είναι αμετάθετος. 2. (για υπαλλήλους), αυτός που μένει στη θέση του: Όλα του τα χρόνια υπηρέτησε αμετάθετος στον τόπο του. 3. το ουδ. ως ουσ., το αμετάθετο η… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αμετάθετος — η, ο (AM ἀμετάθετος, ον) [μετατίθημι] αυτός που δεν μεταβάλλει θέση, που δεν μετατοπίζεται, και αυτός που δεν είναι δυνατόν να μετατοπιστεί, αμετακίνητος, σταθερός νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το αμετάθετο …   Dictionary of Greek

  • ἀμεταθέτως — ἀμετάθετος unalterable adverbial ἀμετάθετος unalterable masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀμετάθετον — ἀμετάθετος unalterable masc/fem acc sg ἀμετάθετος unalterable neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀμεταθέτοις — ἀμετάθετος unalterable masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀμεταθέτου — ἀμετάθετος unalterable masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀμεταθέτους — ἀμετάθετος unalterable masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀμεταθέτων — ἀμετάθετος unalterable masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀμεταθέτῳ — ἀμετάθετος unalterable masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀμετάθετα — ἀμετάθετος unalterable neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”